απορφανίζω

Greek Monolingual

(AM ἀπορφανίζω)
(-ομαι) γίνομαι ορφανός
νεοελλ.
ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό
αρχ.
(-ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι.