(AM ἀποσφραγίζω)ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζωνεοελλ.ανοίγω έγγραφο, επιστολήμσν.σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού)αρχ.κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά.