αποτέφρωση

Greek Monolingual

η
η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, -τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο].