αποτραβώ
Greek Monolingual
(-άω)
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι
2. αποτραβιέμαι
απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι
3. απομονώνομαι, αποσύρομαι.
(-άω)
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι
2. αποτραβιέμαι
απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι
3. απομονώνομαι, αποσύρομαι.