αποχαύνωση
Greek Monolingual
η
η απονάρκωση των διανοητικών λειτουργιών και δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαυνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ι. Καμπούρογλου].
η
η απονάρκωση των διανοητικών λειτουργιών και δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαυνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ι. Καμπούρογλου].