απονάρκωση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (Α ἀπονάρκωσις)
πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η (Α ἀπονάρκωσις)
πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση.