Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
απρομελέτητος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που δεν έχει μελετηθεί ή σχεδιαστεί από πριν 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή προετοιμάσει κάτι εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ.<α- στερ.+προμελετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδαΑκρόπολις].