απροσδιόριστος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.
-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.