προθεσμία
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
(sc. ἡμέρα), ἡ,
A day appointed beforehand, a fixed or limited time, within which money was to be paid, actions brought, claims made, elections held, etc., and if this period was allowed to expire, no further proceedings were allowed, D.36.25, Aeschin.1.39; ἐὰν ἡ προθεσμία ἐξήκῃ = is past, IG12.41.9; τριετὴς προθεσμία Pl.Lg.954d, cf. D.38.27, Paus.4.5.10.
2 generally, fixed or appointed time, προθεσμίας οὔσης τῷ κινδύνῳ Lys.7.17; προθεσμία ἀδικημάτων Id.13.83; μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως Pl.Lg.954e; τῆς προθεσμίας ὀλίγης εἰς τὴν χειροτονίαν οὔσης App.BC1.14, cf.Ep.Gal.4.2, OGI509.21 (Aphrodisias, ii A.D.); οὐκ ἐτήρησε τὴν προθεσμίαν τῆς θεοῦ Supp.Epigr.4.649 (Lydia, ii A.D.); προθεσμία φυσικὴ [νόσου] = natural period, Gal.1.289; ἡ προθεσμία τῆς καθάρσεως Sor.2.10, cf. 1.21, al.: pl., τρεῖς τοῦ μηνὸς ἀρχαὶ καὶ προθεσμίαι (Kalends, Nones and Ides) Plu.2.269b; προθεσμίας ὁριζομένους ἑορτάς Luc.Nigr.27.
3 occasion of delay, J.AJ15.5.1.
II προθέσμιος, α, ον, Adj. foreappointed, Ἔφεσος, ἡ προθέσμιος τῶν γάμων (sc. πόλις) Ach. Tat.5.21.
Russian (Dvoretsky)
προθεσμία: ἡ (sc. ἡμέρα) юр.
1 (назначенный заранее), срок (ἡ τριετὴς π. Plat.; ἄχρι τῆς προθεσμίας τινός NT);
2 срок давности: οὐκ οἶμαι οὐδεμίαν τῶν τοιούτων ἀδικημάτων προθεσμίαν εἶναι Lys. я полагаю, что для подобных преступлений нет срока давности.
Greek (Liddell-Scott)
προθεσμία: (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ, κατὰ τὸ Ἀττικὸν δίκαιον, ἡμέρα ὁριζομένη ἐκ τῶν προτέρων ἢ χρόνος ὡρισμένος, χρονικὴ περίοδος προσδιωρισμένη, ἐντὸς τῆς ὁποίας τὰ χρήματα ἔπρεπε νὰ πληρωθῶσιν, ἡ ἀγωγὴ νὰ γείνῃ, αἱ ἐκλογαὶ νὰ γείνωσι, κτλ., ἐὰν δὲ ἡ περίοδος αὕτη παρήρχετο, οὐδεμία πλέον δικαστικὴ ἐνέργεια κτλ. ἐπετρέπετο, Δημ. 952. 19, Αἰσχίν. 6. 14· ἡ πρ. ἐξήκει, ἔχει παρέλθῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 73c. Β· μνημονεύεται δὲ προθεσμία τριῶν ἐτῶν, δέκα ἐτῶν παρὰ Πλάτ. ἐν Νόμ. 954D· πέντε ἐτῶν παρὰ Δημ. 989. 19, 993. 3· πρβλ. Παυσ. 4. 5, 10, καὶ πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. 2) καθόλου, χρόνος προσδιωρισμένος, προθεσμίας οὔσης τῷ κινδύνῳ Λυσ. 109. 42· πρ. ἀδικημάτων ὁ αὐτ. 137. 37· μηδεμίαν πρ. εἶναι τῆς ἐπιλήψεως Πλάτ. Νόμ. 954Ε· τῆς προθεσμίας ὀλίγης εἰς τὴν χειροτονίαν οὔσης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 14· πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. δ΄, 2. ΙΙ. προθέσμιος, α, ον, ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τῶν προτέρων ὡρισμένος, προθεσμίας ὁρίζεσθαι ἑορτάς, Λουκ. Νιγρ. 27· Ἔφεσος, ἡ πρ. τῶν γάμων (ἐξυπακ. πόλις) Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 21.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων»)
νεοελλ.
1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός του οποίου ή μετά την πάροδο του οποίου πρέπει ή, αντίστοιχα, μπορεί να ασκηθεί μια διαδικαστική πράξη
2. (δημ. δίκ.) ορισμένο χρονικό διάστημα που τάσσεται από τον νόμο, από διοικητική πράξη ή από σύμβαση δημόσιου δικαίου και μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρηθεί ή τουλάχιστον να αρχίσει να επιχειρείται μια ενέργεια του διοικουμένου ή της διοικήσεως
αρχ.
1. (κατά το αττικό δίκαιο) προκαθορισμένη ημέρα ή χρονική περίοδος κατά την οποία έπρεπε οπωσδήποτε να πληρωθούν τα οφειλόμενα χρήματα ή να γίνει αγωγή στο δικαστήριο ή να διεξαχθούν εκλογές, μετά την παρέλευση της οποίας δεν επιτρεπόταν καμιά σχετική δικαστική ενέργεια
2. φρ. «προθεσμία φυσική [νόσου]» — φυσιολογική περίοδος (νόσου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. προθέσμιος].
Chinese
原文音譯:proqšsmioj 普羅-帖士米哦士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:前-(安)放
字義溯源:預先定時,預先安排,預定,預定時候;由(πρό)*=前)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 所預定的時候(1) 加4:2
English (Woodhouse)
(see also: προθέσμιος) statute of limitations, time limit