Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
απόγονος
Greek Monolingual
ο (AM ἀπόγονος, -ον) γόνος αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον νεοελλ. οι απόγονοι 1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι 2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές.