απόνερα

Greek Monolingual

τα
1. βιομηχανικά απόβλητα
2. ναυτ. κυματισμός που δημιουργείται από την αύλακα την οποία αφήνει το πλοίο καθώς διασχίζει τη θάλασσα, τα «νερά του καραβιού».