ἀράχνιον, το (Α)1. ιστός της αράχνης2. αρρώστεια ελαιόδεντρων3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη].