ἀραρότως επίρρ. (Α)1. στερεά, ισχυρά, στενά2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].