ἀργοτροφῶ (-έω) (Α)τρέφομαι χωρίς να εργάζομαι, ζω χωρίς εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + -τροφώ < -τροφος < τροφός < τρέφω (πρβλ. ιπποτροφώ, πωλοτροφώ κ.ά.)].