αργυροφεγγής

Greek Monolingual

-ές ἀργυροφεγγής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -φεγγής < φέγγος.