αργυρόχροος

Greek Monolingual

ἀργυρόχροος, -ον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -χροος < χρως (ο) «το χρώμα, ιδίως της επιδερμίδας»].