ἀργυρόχροος
From LSJ
English (LSJ)
ἀργυρόχροον, silver-coloured, Tz.H.11.483.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόχροος) -ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν Tz.Ep.71
de color plateado λέπη τῶν ὀστρέων Tz.H.11.478, τὸ χρῶμα τοῦ ὕφους Tz.Ep.71.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόχροος: -ον, ὁ ἀργυροῦν χρῶμα ἔχων, Ψευδο-Χρυσ. ΙΧ. 854Α, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 483.
Greek Monolingual
ἀργυρόχροος, -ον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -χροος < χρως (ο) «το χρώμα, ιδίως της επιδερμίδας»].