αρδεύω

Greek Monolingual

(AM ἀρδεύω)
νεοελλ.
ποτίζω καλλιεργημένη γη με κατάλληλη διοχέτευση του νερού
αρχ.-μσν.
ποτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του άρδω].