διοχέτευση

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

η διοχετεύω
1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού
2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο)
3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» — παροχή επιλεκτική ή κρυφή.