αρισθάρματος
Greek Monolingual
ἀρισθάρματος, -ον (Α)
ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].
ἀρισθάρματος, -ον (Α)
ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].