ἀρισθάρματος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρισθάρμᾰτος Medium diacritics: ἀρισθάρματος Low diacritics: αρισθάρματος Capitals: ΑΡΙΣΘΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: aristhármatos Transliteration B: aristharmatos Transliteration C: aristharmatos Beta Code: a)risqa/rmatos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, (ἄριστος, ἅρμα) best in the chariot-race, ἀ. γέρας the prize of the best chariot, Pi.P.5.30.

Spanish (DGE)

(ἀρισθάρμᾰτος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que corresponde al mejor en la carrera de carros, γέρας Pi.P.5.30.

German (Pape)

ἀρισθάρματον γέρας, der Ehrenpreis des besten Wagens, der im Wettlauf siegt, Pind. I. 5.36.

Russian (Dvoretsky)

ἀρισθάρμᾰτος: выдаваемый победителю в состязании на колесницах (γέρας Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισθάρματος: -ον, (ἄριστος, ἅρμα), ἄριστος ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, ἀρισθάρματον γέρας, τὸ βραβεῖον τοῦ ἀρίστου ἅρματος ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πινδ. Π. 5. 39.

English (Slater)

ᾰρισθάρμᾰτος of a victorious chariot ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.30)

Greek Monolingual

ἀρισθάρματος, -ον (Α)
ο καλύτερος στην αρματηλασίαἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].