ἀρισθάρματος
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, (ἄριστος, ἅρμα) best in the chariot-race, ἀ. γέρας the prize of the best chariot, Pi.P.5.30.
Spanish (DGE)
(ἀρισθάρμᾰτος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que corresponde al mejor en la carrera de carros, γέρας Pi.P.5.30.
German (Pape)
ἀρισθάρματον γέρας, der Ehrenpreis des besten Wagens, der im Wettlauf siegt, Pind. I. 5.36.
Russian (Dvoretsky)
ἀρισθάρμᾰτος: выдаваемый победителю в состязании на колесницах (γέρας Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισθάρματος: -ον, (ἄριστος, ἅρμα), ἄριστος ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, ἀρισθάρματον γέρας, τὸ βραβεῖον τοῦ ἀρίστου ἅρματος ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πινδ. Π. 5. 39.
English (Slater)
ᾰρισθάρμᾰτος of a victorious chariot ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.30)
Greek Monolingual
ἀρισθάρματος, -ον (Α)
ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].