αρματωσιά
Greek Monolingual
η (Μ ἀρματωσιά)
1. πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός
2. οπλισμός, πανοπλία
νεοελλ.
1. τα ξάρτια του πλοίου
2. το σύνολο των κοσμημάτων μιας ενδυμασίας
3. τα χρυσά κεντήματα φορεσιάς
μσν.
η σέλα του αλόγου.
η (Μ ἀρματωσιά)
1. πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός
2. οπλισμός, πανοπλία
νεοελλ.
1. τα ξάρτια του πλοίου
2. το σύνολο των κοσμημάτων μιας ενδυμασίας
3. τα χρυσά κεντήματα φορεσιάς
μσν.
η σέλα του αλόγου.