οπλισμός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁπλισμός) οπλίζω
νεοελλ.
1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός
2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών όπλων και τών πολεμοφοδίων, τα όπλα
3. (μηχανολ.) το σύνολο τών μεταλλικών εξαρτημάτων και συνδέσμων της μηχανής
4. μουσ. όλα τα σύμβολα που είναι καταχωρισμένα στην αρχή της παρτιτούρας ενός μουσικού έργου και οριοθετούν τις σωστές προϋποθέσεις ανάγνωσής του
5. φρ. α) «οπλισμός μαγνήτη»
φυσ. τεμάχιο μαλακού σιδήρου που φέρεται σε επαφή με τους πόλους μόνιμου μαγνήτη, ώστε να κλείνει το μαγνητικό κύκλωμά του για τη διατήρηση της μαγνήτισής του
β) «οπλισμός ηλεκτρομαγνήτη»
φυσ. το κινούμενο μέρος του μαγνητικού κυκλώματος ενός ηλεκτρομαγνήτη
γ) «οπλισμός πυκνωτή»
(ηλεκτρολ.) καθένας από τους δύο μεταλλικούς αγωγούς του πυκνωτή οι οποίοι διαχωρίζονται από το διηλεκτρικό
δ) «οπλισμός σκυροδέματος»
τεχνολ. ο σιδερένιος σκελετός που συγκρατεί το σκυρόδεμα, παρέχοντάς του πρόσθετη αντοχή στις μηχανικές καταπονήσεις
μσν.-αρχ.
προπαρασκευή, ετοιμασία για πόλεμο, περιβολή πανοπλίας
αρχ.
καθετί που οπλίστηκε, που ετοιμάστηκε ή που χρησιμεύει για όπλιση.