αρνάδα

Greek Monolingual

η
1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη
2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)].