ἀρρενωνυμῶ (-έω) (Μ)μετατρέπω θηλυκό όνομα στο αρσενικό γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωνυμώ < -ώνυμος < όνυμα (αιολ. και δωρ. τ. του όνομα)].