αρσενικό
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
το
αμέταλλο στοιχείο (σύμβολο: As) που στη σταθερότερη ελεύθερη κατάσταση του είναι χαλυβδόφαιο, ευθραυστο στερεό με χημική θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα.