ασπίδιον

Greek Monolingual

ἀσπίδιον, το (Α) ασπίς
1. η μικρή ασπίδα
2. το φυτό ατρακτυλίς
3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών.