ἀσπίδιον
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
[πῐ], τό, Dim. of ἀσπίς,
A small shield, Hermipp.16, IG2.61.34, Men.765, etc.
2 = ἀτρακτυλίς, Ps.-Dsc.3.93.
3 = ἄλυσσον, ib.91.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. -εῖον IG 22.1469.69 (IV a.C.), Rev.Epigr.1.1913.239 (Nápoles II d.C.), POxy.473.8 (II d.C.), BGU 362.10.6 (III d.C.), Hsch.; -ήϊον Hsch.
I 1escudo pequeño de carácter votivo ἀσπίδια μ[ικρὰ ἐ] πίχαλκα πο[μπ] ικά IG 22.120.34, cf. 1425.401 (ambas IV a.C.), ἀσπίδια ἀργυρᾶ ... ἀνέθηκεν IG 22.1456.9, cf. 1489.25 (IV a.C.)
•de uso convencional, Hermipp.15, Men.Fr.793, Aen.Tact.29.6, 30.2, Philostr.VA 4.28
•de un retrato pintado con forma de escudo POxy.l.c., BGU l.c., JRCil.2.12b.22, IK 34.23 (II d.C.).
2 prob. plancha exterior del escudo IG 22.1469.69 (IV a.C.), Rev.Epigr.l.c., Hsch.
II bot.
1 cardo cabrero, Carthamus lanatus L., Ps.Dsc.3.93.
2 hierba de los anteojos, Biscutella sp. o tal vez Fibigia clypeata (L.) Medicus, Ps.Dsc.3.91.
III parte de la proa de un barco, Hsch.; cf. ἀσπιδίσκη.
German (Pape)
[Seite 373] τό, dim. von ἀσπίς, Schildchen, Hermipp. Poll. 10, 165; Ep. ad. 606 (App. 330).
Russian (Dvoretsky)
ἀσπίδιον: τό небольшой щит Men., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀσπίς, κόσμημα περικεφαλαίας ἔχον σχῆμα ἀσπίδος, «φάλοι, οἱ κατὰ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 743, Εὐστ. 601, 9· ὡσαύτως -ίσκη, ἡ, Ἑβδ. (Ἔξ. λθ΄, 18): -ίσκιον, τό, Διοσκ. 3. 105· καὶ -ισκάριον, τό, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 11.
Greek Monolingual
ἀσπίδιον, το (Α) ασπίς
1. η μικρή ασπίδα
2. το φυτό ατρακτυλίς
3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών.