Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ατίετος
Greek Monolingual
ἀτίετος, -ον (Α) 1.παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2.εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ.<α- στερ.+τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' αντιδιαστολήπρος το άτιτος].