ατσάκιστος

Greek Monolingual

και ατσάκιγος, -η, -ο (Μ ἀτσάκιστος -ον)
αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος
νεοελλ.
1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση
2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί
3. αυτός που δεν καταπονήθηκε, που δεν τσάκισε από την ηλικία ή από τα βάσανα
4. καλοντυμένος, με καλοσιδερωμένα ρούχα
5. (για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός
μσν.
(για διαθήκη) απρόσβλητος.