αττικό

Greek Monolingual

το (AM ἀττικόν)
ψηλό στηθαίο αψίδων και κτηρίων (συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ή επιγραφές) που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους τόσο ως προστασία της στέγης όσο και ως διακοσμητικό στοιχείο.