Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αυλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν) 1. αυτός που ανήκει στη βασιλικήαυλή 2.εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής 3.το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.