αυτάρκης
Greek Monolingual
(-ους), -ες (AM αὐτάρκης, -ες) αρκώ
1. αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του χωρίς να περιμένει τίποτε από τους άλλους
νεοελλ.
ολιγαρκής, λιτός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτάρκως
σε αρκετό βαθμό, αρκετά
αρχ.
1. αυτός που έχει αυτοπεποίθηση
2. ο αρκετά δυνατός, ο ισχυρός
3. ο ικανός για κάτι
4. αυτός που δρα ενστικτωδώς, ο ενστικτώδης.