ενστικτώδης
From LSJ
Greek Monolingual
-ες ένστικτο
1. αυτός που προέρχεται από ένστικτο («ενστικτώδης κίνηση»)
2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης.
-ες ένστικτο
1. αυτός που προέρχεται από ένστικτο («ενστικτώδης κίνηση»)
2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης.