ενστικτώδης

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ες ένστικτο
1. αυτός που προέρχεται από ένστικτοενστικτώδης κίνηση»)
2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης.