και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].