ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
ἀμφιφαής, -ές (ΑΜ)μσν.ο λαμπερός από όλες τις πλευρέςαρχ.ο ορατός από παντού ή πάντοτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -φαὴς < φάος.