-η, -ο (Α αὐτόδικος, -ον)νεοελλ.αυτός που διαπράττει αυτοδικίααρχ.(για πόλεις ή περιοχές) εκείνος που έχει δικό του δίκαιο, δικιά του νομοθεσία.