αφάγωτος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός
2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί
3. ακατάλληλος να φαγωθεί
4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί.