αχορήγητος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχορήγητος, -ον) χορηγώ
αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτι
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί.