χορηγώ

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῖς ἰδίαις χρείαις χορηγοῦσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῖροι χορηγοῦσι τούτου τοῦ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).