αχρησιμοποίητος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, ο αμεταχείριστος
2. καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρησιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Στέφανο Ξένο].