αψιδωτός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁψιδωτός, -ή, -ό) [αψιδώ (-ώνω)]
κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας
αρχ.
(για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη.