αἰέλιοι

English (LSJ)

v. ἀέλιοι. αἰέλουρος, v. αἴλουρος. αἰέν, v. ἀεί.

Spanish (DGE)

v. ἀέλιοι.

Greek (Liddell-Scott)

αἰέλιοι: ἴδε ἐν λ. ἀέλιοι.