αἰγιαλίτης

English (LSJ)

αἰγιαλίτου, ὁ, fem. αἰγιαλῖτις, ιδος
A, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)

Spanish (DGE)

-ου
que vive cerca de la costa, costero Πάν AP 10.10 (Arch.), Πρίηπος AP 6.33 (Maec.), AP 6.193 (Stat.Flacc.).

Greek Monotonic

αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, am Ufer wohnend, Πάν Arch. iun. (X.10); Πρίηπος Qu.Maec. 7 (VI.38); Flacc. 4 (VI.193).

Russian (Dvoretsky)

αἰγιᾰλίτης: ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье (Πάν, Πρίηπος Anth.).

Middle Liddell

[from αἰγιαλός
one who haunts the shore, Anth.