αἰγιπόδης

English (LSJ)

ου, ὁ, goat-footed, h.Hom. 19.2, 37; voc. αἰγιπόδη Πάν AP 6.57 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

(αἰγῐπόδης) -ου
• Morfología: [voc. αἰγιπόδη AP 6.57 (Paul.Sil.)]
de pies de cabra de Pan h.Pan.2, 37, AP l.c.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἰγίπους.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰγιπόδης -ου αἴξ, πούς als adj. met geitenpoten.

German (Pape)

ὁ, der ziegenfüßige, Pan, H.h. Pan. 2 und Anth.

Russian (Dvoretsky)

αἰγῐπόδης: HH = αἰγίπους.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πόδας αἰγείους, Ὕμ. Ὁμ. 18. 2, 37.

Greek Monotonic

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ (αἴξ, πούς), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

[αἴξ, πούς
goat-footed, Hhymn.