αἰγώνυχον
Greek (Liddell-Scott)
αἰγώνυχον: τό, ὁ ὄνυξ τῆς αἰγός, φυτὸν τι, ὅπερ καὶ λιθόσπερμον ἐκαλεῖτο, Διοσκ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. mijo de sol, perlina, Lithospermum officinale L., Dsc.3.141 (var., cf. ἀετώνυχον), cf. Hsch.
αἰγώνυχον: τό, ὁ ὄνυξ τῆς αἰγός, φυτὸν τι, ὅπερ καὶ λιθόσπερμον ἐκαλεῖτο, Διοσκ.
-ου, τό
bot. mijo de sol, perlina, Lithospermum officinale L., Dsc.3.141 (var., cf. ἀετώνυχον), cf. Hsch.