αἰνιγματοειδής
Spanish (DGE)
-ές
1 oscuro, enigmático σύγγραμμα Zos.Alch.241.26.
2 adv. αἰνιγματοειδῶς = de manera enigmática Hsch.s.u. ἔμφατον.
-ές
1 oscuro, enigmático σύγγραμμα Zos.Alch.241.26.
2 adv. αἰνιγματοειδῶς = de manera enigmática Hsch.s.u. ἔμφατον.