ἔμφατον
English (LSJ)
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον, Hsch.
Spanish (DGE)
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.
Greek Monolingual
ἔμφατον, το (Μ)
λόγος αινιγματικός, υπαινικτικός («ἔμφατον
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.).
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον, Hsch.
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.
ἔμφατον, το (Μ)
λόγος αινιγματικός, υπαινικτικός («ἔμφατον
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.).