αἰνότης

Greek (Liddell-Scott)

αἰνότης: -ητος, ἡ, (αἰνός) = δεινότης, Ἡρωδιαν. περὶ μον. λέξ. 33. 27.

German (Pape)

ητος, ἡ, ion. = δεινότης, Hdn. π. μ. λ. 33.