αἰσχρολοιχός
English (LSJ)
ὁ, fellator, headmouth, cocksucker, Eust.518.52, Phot. s.v. λαπτώμενος.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fellator Suet.Blasph.70, Phot.λ 96.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολοιχός: -όν, ὁ αἰσχρὰ λείχων, γλωττοδεψῶν, ἀσελγαίνων διὰ τῆς γλώσσης, Εὐστ. Ἰλ. Ι. 518.
Greek Monolingual
αἰσχρολοιχός, ο (Μ)
αυτός που ασελγεί με το στόμα, ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -λοιχὸς < λείχω «γλείφω»].
Translations
fellator
Arabic: لَاعِقُ القَضِيب; French: fellateur, fellateuse; German: Schwanzlutscher, Schwanzlutscherin; Ancient Greek: αἰσχρολοιχός, αἰσχροποιός, ἀρρητοποιός, κακοστόματος, λαικαστής; Latin: fellator; Russian: минетчик, минетчица, хуесос, хуесоска; Spanish: felador